- Όσκοι
- (Osci). Λαός των Σαβέλλων, που κατοικούσε στα κεντρικά Απέννινα. Οι αρχαίοι Έλληνες τους ονόμαζαν Οπικούς. Οι Ο. κατέβηκαν στην Καμπανία και κατέλαβαν την Καπύη, την Κύμη και ένα μέρος του Λατίου, όπου, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ίδρυσαν τρεις ομοσπονδίες με κέντρα την Καπύη, την Κύμη και τη Νοτσέρα. Ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά επιπλέον ήταν έμπειροι πολεμιστές. Πολλές φορές συγκρούστηκαν με τους Ετρούσκους, οι οποίοι τελικά κατόρθωσαν να τους διώξουν από την Καμπανία. Αργότερα αντιμετώπισαν την εχθρότητα των Ρωμαίων οι οποίοι τους θεωρούσαν Σαμνίτες. Στην Καμπανία δέχτηκαν την ελληνική επίδραση αλλά διατήρησαν τη γλώσσα τους που έμοιαζε πολύ με τη λατινική. Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τις περιοχές τους, οι Ό. αφομοιώθηκαν από τους κατακτητές, οι οποίοι, για να διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή τους απένειμαν το 88 π.Χ. το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη όπως άλλωστε και σε όλους τους Ιταλούς.
οσκική. Η διάλεκτος των Ό., μία από τις διαλέκτους της αρχαίας ιταλικής. Η ο. (lingua osca) μιλιόταν κυρίως στη νότια Ιταλία. Κανένα λογοτεχνικό κείμενο της δεν διασώθηκε. Τα μόνο γραπτά μνημεία της που έχουν σωθεί είναι διάφορες επιγραφές, όπως η Αβελλανή στήλη (cippus Abelanus), στην οποία περιέχεται συνθήκη μεταξύ των πόλεων Νώλας και Αβέλλας της Καμπανίας. Η ο. έπαψε να μιλιέται λίγα χρόνια μετά τον 1o αι. μ.Χ. Οι Ό. ήταν λαός γεωργικός και ποιμενικός.
* * *οι (Α Ὄσκοι)αρχαίος ιταλικός λαός που κατοικούσε στα κεντρικά Απέννινα, αργότερα προωθήθηκε στην Καμπανία, όπου υπέστη έντονη ελληνική επίδραση, και εξαπλώθηκε εν μέρει στο Λάτιο, αλλ. Οπίκοι.
Dictionary of Greek. 2013.